ὀξυκοΐα

ὀξυκοΐα
ὀξυκοΐα, [full] ὀξύκοος,
A v. ὀξυηκ-.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οξυκοΐα — ὀξυκοΐα, ἡ (Α) (εσφ. γρφ.) βλ. οξυηκοΐα …   Dictionary of Greek

  • οξυηκοΐα — η (Α ὀξυηκοΐα και δωρ. τ. ὀξυακοΐα και εσφ. γραφ. ὀξυκοΐα) [οξυήκοος] η ιδιότητα τού οξυήκοου, οξύτητα τής ακοής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”